- καταφρόνημα
- το (AM καταφρόνημα, Μ και καταφρόνεμα[ν]) [καταφρονώ]νεοελλ.-μσν.1. προσβολή, ταπείνωση, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι («τόσους πλούσιους άρχοντες δίχως τιμή θωρείτε, νά 'χουν καταφρονέματα», Τζάνε, Κρ.πόλ.)2. αντικείμενο περιφρόνησης («ονείδισμα τών ανθρώπων και καταφρόνημα τού λαού», Χριστ. διδασκ.)αρχ.η αυτοπεποίθηση και το θάρρος που δίνει σε κάποιον η συναίσθηση τής υπεροχής του απέναντι στον εχθρό, η καταφρόνηση, η περιφρόνηση τού εχθρού («ἰέναι δὲ τοῑς ἐχθροῑς ὁμόσε μὴ φρονήματι μόνον, ἀλλὰ καὶ καταφρονήματι», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.